δράκισσα

δράκισσα
η
δράκαινα, η γυναίκα τού δράκου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δράκοντας — Βλ. λ. Δράκων. * * * και δράκων και δράκος, ο (θηλ. δράκαινα και δράκισσα και δρακόντισσα, η) (AM δράκων Μ και δράκος, θηλ. δράκαινα) Ι. δράκοντας και δράκων (AM δράκων) 1. τεράστιο μυθικό φτερωτό ερπετό 2. οποιασδήποτε μορφής υπερφυσικό τέρας 3 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”